τελεωτέρας

τελεωτέρας
τελεωτέρᾱς , τέλειος
perfect
fem acc comp pl
τελεωτέρᾱς , τέλειος
perfect
fem gen comp sg (attic doric aeolic)
τελεωτέρᾱς , τέλειος
perfect
fem acc comp pl (attic)
τελεωτέρᾱς , τέλειος
perfect
fem gen comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταγώγιο — το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι) νεοελλ. κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος μσν. καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον») μσν. αρχ. κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”